«Συμφιλιώνοντας» το Λυκαβηττό με το… τσιμέντο της πρωτεύουσας
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Στην πραγματικότητα όπως εξηγεί ο σχεδιαστής του, αρχιτέκτονας, Δημήτρης Τσίγκος, πρόκειται για ένα κτίριο που συμφιλιώνει το λόφο του Λυκαβηττού με το αστικό περιβάλλον. Πτυχώσεις από πωρόλιθο… διασχίζουν την πρόσοψη του κτιρίου, αλλά και ένα μέρος της πλευρικής του όψης. Το κτίριο μοιάζει να πάλλεται, δημιουργώντας την αίσθηση της συνεχούς κίνησης.
Μία δημιουργία του αρχιτεκτονικού γραφείου Omniview των Δημήτρη και Γιάννη Τσίγκου, οι οποίοι με τη στήριξη ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων προχώρησαν στην εγκατάσταση ενός σημείου αναφοράς στην καρδιά του Κολωνακίου. Το όνομά του, One Kleomenous, δεν είναι άλλο από το στίγμα του κτιρίου στον ηλεκτρονικό χάρτη, καθώς βρίσκεται στην οδό Κλεομένους 1 στο Κολωνάκι.
Ο Δημήτρης Τσίγκος μίλησε στο newsbeast.gr, για το φουτουριστικό, One Kleomenous, τις ξύλινες χειροποίητες κιθάρες που κατασκευάζει, το σερφ και το όνειρό του για μία Αθήνα που θα γκρέμιζε για να ξαναφτιάξει. Δημιουργώντας χιλιόμετρα διαδρομής για περίπατο στο παράκτιο μέτωπο της πρωτεύουσας.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Δημήτρη Τσίγκου…
– Δημήτρη, δημιουργώντας το One Kleomenous, βασικός στόχος σας ήταν να πετύχετε όσο το δυνατόν καλύτερη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον;
«Προσωπικά έχω τρέλα με τον Λυκαβηττό. Ανεβαίνω κάθε μέρα και κάνω skate, οπότε περνάω συχνά από το σημείο που βρίσκεται το One Kleomenous. Για χρόνια βλέπαμε σε αυτό το οικόπεδο ότι κάποιος άλλος είχε ρίξει άτακτα κάποια τα μπετά, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο. Ήταν παρατημένα σε αυτή τη θέση και ήταν άσχημα. Στη θέα του οικοπέδου σε αυτή την κατάσταση όλα αυτά τα χρόνια, ονειρευόμουν μέσα μου να κάνω κάτι σε αυτό το σημείο. Η επιθυμία μου συνδυάστηκε με τη λατρεία του Λυκαβηττού, τόσο δική μου όσο και των επενδυτών του One Kleomenous, καθώς αποτελεί μία πραγματική όαση. Αν περπατήσει κανείς εκεί, θα νιώσει σαν να βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν, το οποίο είναι πολύ κοντά στο φυσικό περιβάλλον. Σε καμία περίπτωση δεν είναι σαν τον Εθνικό Κήπο, όπου παρότι υπάρχει πράσινο, υπερισχύει ο θόρυβος των περαστικών αυτοκινήτων.
Αν λοιπόν παρατηρήσει κανείς το κτίριο, θα δει ότι αποτελείται από δύο φόρμες. Η μία είναι η καθαρά γεωμετρική, την οποία θα δει κανείς κοιτάζοντάς το από την πλευρική όψη της Κλεομένους. Πρόκειται για μία πολύ καθαρή φόρμα, η οποία γειτνιάζει αρμονικά με τα υπόλοιπα κτίρια. Η δεύτερη φόρμα είναι ουσιαστικά ένα οργανικό κέλυφος, το οποίο έρχεται να συμφιλιώσει τον όγκο του κτιρίου με το δάσος του Λυκαβηττού».
– Ποια είναι τα υλικά που χρησιμοποιήσατε για την κατασκευή του; Γιατί επιλέξατε το μάρμαρο εισαγωγής και δεν καταφύγατε σε κάποιο λευκό ελληνικό μάρμαρο;
«Ο πωρόλιθος είναι ένα από τα αγαπημένα μου υλικά. Σαν απόχρωση είναι πάρα πολύ κοντά στην πέτρα που έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στο λόφο του Λυκαβηττού. Το αποτέλεσμα είναι ότι το κτίριο εναρμονίζεται με την ευρύτερη χρωματική παλέτα του λόφου. Επιπλέον είναι ένα υλικό που έχει πολύ καλή συμπεριφορά στο χρόνο. Αν δείτε το διπλανό κτίριο έχει πάνω πωρόλιθο 30 ετών και η εικόνα του είναι ακριβώς η ίδια με τη δική μας.
Από την πλευρά μου όσο περνάει ο καιρός προσπαθώ να κάνω την αρχιτεκτονική μου όσο το δυνατόν πιο διαχρονική. Δεν θέλω να κάνω κάτι με μικρή διάρκεια ζωής γι’ αυτό και επέλεξα το συγκεκριμένο υλικό.
Παρά το γεγονός ότι μας αρέσει να χρησιμοποιούμε τις περισσότερες φορές, υλικά με ελληνική ταυτότητα, το συγκεκριμένο είναι εισαγωγή από την Ιταλία. Πολλά όμως από τα υπόλοιπα μάρμαρα του κτιρίου είναι ελληνικής προελεύσεως, όπως για παράδειγμα το μάρμαρο Βέροιας που έχουμε χρησιμοποιήσει σε κάποια σημεία. Η Ελλάδα είναι μία σπάνια χώρα για πάρα πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι οι ποικιλίες και η ποιότητα των μαρμάρων της, γεγονός που αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Είναι σαν μία μικρή ένδειξη ότι αυτός ο τόπος είναι μοναδικός. Και παρά το μικρό του γεωγραφικό αποτύπωμα διαθέτει απίστευτο πλούτο».
– Ένα κτίριο που βρίσκεται στα όρια του χτισμένου και του άχτιστου; Αφενός δεν είναι κάτι στημένο και άνευρο, από την άλλη όμως είναι ένα κτίριο έτοιμο, στημένο κατασκευαστικά, με τη δική του κίνηση και ενέργεια.
«Ένα από τα ωραιότερα πράγματα που διάβασα κάπου για το One Kleomenous είναι ότι “σε μία πρώτη προσέγγιση εκπλήσσει το καινούργιο που ήρθε στη γειτονιά, ενώ αυτομάτως αποπνέει την αίσθηση ότι είναι κάτι που υπήρχε εκεί από πάντα”. Για ‘μένα αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομπλιμέντο. Ουσιαστικά όμως έχει να κάνει με τη γλώσσα του design. Εμείς αποδομούμε συνταγές και στοιχεία που βρίσκονται στη φύση, όπως ένας γεωμορφικός σχηματισμός ή το πώς κινείται η θάλασσα, τη δομή ενός ζώου ή ενός φυτού, στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούμε για τη δημιουργία ενός γεωμετρικού μοντέλου. Αυτή η γεωμετρική διαχείριση είναι που δημιουργεί μία ιδιαίτερη αίσθηση διαχρονικότητας».
– Ενεργειακά σε τι διαφέρει το συγκεκριμένο κτίριο από ένα κοινό κτίριο;
«Το One Kleomenous στηρίζεται στην τεχνολογία της γεωθερμίας με σκοπό το μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό στο περιβάλλον. Η γεωθερμία συνδυάζεται άψογα με τα συστήματα χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης όπως η ενδοδαπέδια θέρμανση και ο δροσισμός. Το αποτέλεσμα είναι ένα κτίριο που δεν είναι ενεργοβόρο και δεν επιβαρύνει το περιβάλλον».
– Θα ήθελα να μου πείτε κάποια λόγια για εσάς. Για ποιες άλλες δουλειές σας ως ομάδα Omniview είστε γνωστοί; Μία από τις δουλειές σας που έχω δει, είναι το κατάστημα ρούχων Alchemist στη Μύκονο.
«Με το brandname της Omniview δημιουργήσαμε τη συγκεκριμένη boutique ρούχων στη Μύκονο όπως προανέφερες. Μία ακόμα δουλειά μας είναι το κατάστημα οπτικών με την ονομασία Precise Optics και αυτό στη Μύκονο.
Η Omniview αποτελεί μετεξέλιξη της παλαιότερης εταιρείας μας, TDC, η οποία έχει πολύ εκτενές portfolio. Το πρώτο εγχείρημα, το οποίο είχε γίνει ευρέως γνωστό ήταν η δημιουργία μας στο bar “Frame” στο ξενοδοχείο Saint George Lycabettus. Είχε μάλιστα μεγάλη ανταπόκριση και προβολή από τα διαδικτυακά και έντυπα μέσα ενημέρωσης. Παρόλα αυτά παρέμεινε μόνο ένα χρόνο στο συγκεκριμένο χώρο. Στη συνέχεια ήρθε κάποιος άλλος ενοικιαστής και γκρεμίστηκε η δική μας κατασκευή.
Ένα από τα πολύ σημαντικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής μου ατζέντας, όπως συνέβη και στο Frame, είναι η συνέχεια της φόρμας στο χώρο. Ένας τοίχος μπορεί να εξελιχθεί σε σκάλα και στο τέλος να γίνει ένα έπιπλο ή μία μικρή χρηστική πτύχωση».
– Η συγκεκριμένη τεχνική με τις «φέτες» μαρμάρου ήταν κάτι που είχες χρησιμοποιήσει και κατά το παρελθόν όχι όμως σε κτίρια. Θυμάμαι ένα γλυπτό, το marble pavillion, που είχες παρουσιάσει στο Interior Design Show το 2009.
«Έτσι ακριβώς είναι. Το 2009 είχε γίνει μία έκθεση, στην οποία κάποιοι επενδυτές μας προσέφεραν ένα χώρο για να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας. Σε αυτό το πλαίσιο πρότεινα για πρώτη φορά το marble pavillion. Στη συνέχεια ο Αλέκος Γκίρης χρηματοδότησε την κατασκευή του και ίσως αυτό συνετέλεσε στο να δημιουργήσω το One Kleomenous. Έτσι, προχωρήσαμε βήμα-βήμα έως ότου φτάσουμε σε αυτό που βλέπετε σήμερα. Το marble pavillion ήταν ουσιαστικά η αρχική ένδειξη ότι διαθέτουμε την τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο σε μεγάλη κλίμακα, και η ύπαρξή του νιώθω ότι έπαιξε το ρόλο της στην επιλογή των επενδυτών.
H αρχική μας γνωριμία με τους επενδυτές του One Kleomenous έγινε στο μαγαζί με τα έπιπλά που διατηρούσαμε στη Χάριτος, και θα ανοίξει και πάλι αυτή την εβδομάδα στην Πινδάρου με την ονομασία Omniview Furniture. Εκεί είχαμε και έχουμε εκτεθειμένα κάποια πολύ ιδιαίτερα προϊόντα, εκ των οποίων ένα μαρμάρινο τραπέζι, το οποίο αποτελεί μικρογραφία του marble pavilion».
– Πες κάποια πράγματα για την προσωπική σου διαδρομή, τις σπουδές σου και τα επαγγελματικά σου βήματα μέχρι στιγμής.
«Είμαι Αθηναίος, πήγα σχολείο στην Αθήνα και στη συνέχεια σπούδασα αρχιτεκτονική στο Architectural Association του Λονδίνου. Ίσως ήταν κάποιες συμπτώσεις, οι οποίες με οδήγησαν στο να σπουδάσω αρχιτεκτονική».
– Σε επηρέασε επαγγελματικά το γεγονός ότι ο πατέρας σου ήταν πολιτικός μηχανικός;
«Με βοήθησε πάρα πολύ αλλά όχι υπό την έννοια ότι βρήκα έτοιμο πελατολόγιο ως αρχιτέκτονας. Ο πατέρας μου, μου μετάδωσε όλες τις βασικές, θεμελιώδεις γνώσεις του μηχανικού τόσο στο σχέδιο όσο και στο εργοτάξιο, γεγονός που αποτέλεσε μεγάλο πλεονέκτημα για εμένα ώστε να μπορώ να αναπτύξω το προσωπικό μου στιλ, πατώντας πάνω σε ισχυρά θεμέλια τεχνικών γνώσεων.
Ωστόσο, όταν πήγα να σπουδάσω δεν ήξερα ακόμα ακριβώς ποιο δρόμο θα ακολουθούσα επαγγελματικά. Παρόλα αυτά τελείωσα πρώτος στη χρονιά μου, και μάλιστα άρχισα να διδάσκω στην Αρχιτεκτονική Σχολή το Λονδίνου. Στη συνέχεια είδα ότι δεν μου ταίριαζε καθόλου η ακαδημαϊκή καριέρα. Γι’ αυτό και αποφάσισα ότι προτιμούσα να ασχοληθώ με μικρότερα εγχειρήματα, ερχόμενος περισσότερο σε επαφή με πραγματικούς πελάτες, παρά υλοποιώντας μεγαλεπίβολα σχέδια που θα παρέμεναν στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής φαντασίας».
– Γιατί επέλεξες να μείνεις στην Ελλάδα, ενώ ίσως θα μπορούσες να κάνεις καριέρα στο εξωτερικό;
«Έχω τρέλα με την Ελλάδα. Είμαι από τους πιο φανατικούς, και τη θεωρώ την πιο όμορφη χώρα στον κόσμο. Επίσης, ήμουν από εκείνους που έζησαν 6 χρόνια στο Λονδίνο, Μία πολλή όμορφη πόλη, όπου ήταν αδύνατον να μην βαρεθώ κάποια στιγμή».
– Πώς ξεκίνησε η καριέρα σου στην Ελλάδα;
«Όλα ξεκίνησαν όταν ο Αλέξανδρος Βαρβέρης μου είπε ότι είχε κάποια ακίνητα στου Ψυρρή, τα οποία ήθελε να ανακαινίσω. Ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση, η οποία μου έδωσε την πρώτη ώθηση για να επιλέξω να γίνω αρχιτέκτονας.
Ως γραφείο όμως μας καθιέρωσε η δημιουργία του Framebar. Η ιδιοκτήτρια του Saint George Lycabettus και προσωπική μου φίλη με κάλεσε κάποια στιγμή να της πω την άποψή μου, γιατί ήθελε να αλλάξει τις κουρτίνες. Τελικά όμως αλλάξαμε ολόκληρο το μαγαζί!»
– Ο ελεύθερός σου χρόνος τι περιλαμβάνει; Ταξίδια, σερφ, μουσική, καλό φαγητό; Τι άλλο;
Μου αρέσει πολύ να μαστορεύω και να κατασκευάζω πράγματα στο χέρι. Πρόσφατα κατασκεύασα μία ακουστική κιθάρα, ενώ πέρυσι έφτιαξα μία σανίδα του surf. Είναι αλήθεια ότι εν μέσω κρίσης μου ήρθε για πρώτη φορά η ιδέα να κατασκευάσω από μόνος μου τα πράγματα που χρειάζομαι. Τελικά εξελίχθηκε σε χόμπι, ενώ η γνώση των υλικών και των εργαλείων με βοηθάει καθημερινά στη δουλειά μου».
– Αν μπορούσες να γκρεμίσεις τη μεταπολιτευτική Αθήνα, θα το έκανες;
«Φυσικά και θα τη γκρέμιζα. Θεωρώ ότι είναι κτηνωδία αυτό που έχει γίνει στην πόλη μας. Η Αθήνα θα έπρεπε να είναι μία πόλη μόνο με νεοκλασικά κτίρια».
– Σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπήρχε το One Kleomenous που είναι ένα μοντέρνο κτίριο.
«Έχεις δίκιο. Θα μπορούσε όμως για παράδειγμα το κέντρο της Αθήνας να διατηρήσει τα νεοκλασικά και η μοντέρνα αρχιτεκτονική να είχε αναπτυχθεί στην περιφέρεια, χωρίς συνεχόμενο σύστημα και σε συνθήκες πιο αραιής δόμησης. Πράγματι, νιώθω διχασμένος σε αυτό το θέμα. Παρότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική είναι η ζωή μου, όταν περπατάω σε κάποια όμορφα σημεία της Πλάκας, νιώθω ένα άλλο είδος ευτυχίας. Ίσως η λύση είναι η δημιουργία ζωνών που προανέφερα.
Η Αθήνα πρέπει να ξανακερδίσει τον τουρισμό και τους κατοίκους της. Να αποθεωθεί ως παραθαλάσσια πόλη. Και το λέω έχοντας προσωπική εμπειρία, καθότι πολύ συχνά κάνουμε skate μπροστά στη θάλασσα. Είναι γελοίο να μην έχει η Αθήνα την υποδομή για να στηρίξει κάτι τέτοιο.
Αν περπατήσει κανείς όλη την παραλιακή του Πειραιά με αφετηρία το Ειρήνης και Φιλίας, θα δει ότι με διαφορετική ανάπτυξη, θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί το Σεν Τροπέ της Ελλάδας. Για κάποιους λόγους όμως έχει αναπτυχθεί ακαλαίσθητα και άναρχα. Χρειάζονται χώροι περιπάτου, κατάλληλοι για καροτσάκια, skate και ποδήλατα. Να είναι όλη η παραλιακή διαδρομή ένα συνεχόμενο μονοπάτι, στο οποίο θα μπορεί να περπατάει κανείς για χιλιόμετρα.
Είναι τρομερό να πηγαίνει κανείς στο Λος Άντζελες, και να βλέπει ότι αυτό είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του, κι εμείς που έχουμε μία πόλη με αδιανόητες φυσικές, πολιτισμικές και ιστορικές ομορφιές, δεν μπορούμε να έχουμε μία όμορφη παραθαλάσσια διαδρομή. Το πλάνο αυτό είναι υλοποιήσιμο και δεν κοστίζει πολύ. Θεωρώ πάντως πως όταν ολοκληρωθεί η επένδυση στο παλιό αεροδρόμιο, καθώς και η ανέγερση της Όπερας στο Φάληρο κάτι θα αρχίσει να κινείται…».