Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την ασφαλή λήψη αυτής της ζωτικής βιταμίνης.
Η σημασία της βιταμίνης D για την υγεία μας έχει αναγνωριστεί ευρέως και η μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα άρχισε πλέον να γίνεται μέρος των εξετάσεων ρουτίνας σε σημαντικό αριθμό ιατρικών ειδικοτήτων.
Η μέτρηση των επιπέδων της συνταγογραφείται πλέον συχνά από ενδοκρινολόγους, παιδιάτρους, νευρολόγους, ρευματολόγους, ορθοπαιδικούς, παθολόγους και άλλους. Παράλληλα όλο και περισσότεροι γιατροί χορηγούν βιταμίνη D στην προσπάθεια να αποκαταστήσουν την έλλειψη της. Πρόκειται για μια τεράστια πρόοδο που μπορεί να ωφελήσει ουσιαστικά στην βελτίωση της υγείας εύκολα και αποτελεσματικά.
Βιταμίνη D και τοξικότητα
Για να αποκομίσουμε όμως τα οφέλη που μπορεί να μας προσδώσει η βιταμίνη D πρέπει να διατηρούμε επίπεδα στο αίμα πάνω από 50 ng/dl καθόλη τη διάρκεια του έτους. Μπορεί όμως η χορήγηση της σε αυξημένες δόσεις να προκαλέσει τοξικότητα; Η απάντηση είναι ότι θεωρητικά αυτό μπορεί να συμβεί, πρακτικά όμως είναι αδύνατον.
Αναφέρονται μεμονωμένες περιπτώσεις στη βιβλιογραφία όπου από λάθος ελήφθησαν τεράστιες ποσότητες βιταμίνης D, όπως 2.400.000 ή 1.680.000 μονάδων βιταμίνης D ημερησίως. Εκδηλώθηκαν συμπτώματα τοξικότητας από βιταμίνη D, όπως κράμπες, ναυτία και ζάλη μετά από την πρόσληψη αυτών των δόσεων επί 5μήνου. Για να λάβει κανείς αυτή τη δόση βιταμίνης D θα πρέπει να καταναλώσει πάνω από 800 κάψουλες των 2.000 μονάδων ημερησίως, πράγμα πρακτικά μη εφικτό.
Βιταμίνη D και ασβέστιο
Μια από τις κοινές ανησυχίες γιατρών και φαρμακοποιών σχετικά με την λήψη υψηλών δόσεων βιταμίνης D είναι η εκδήλωση τοξικότητας μέσω της αύξησης των επιπέδων ασβεστίου στο αίμα.
Από την αναθεώρηση μελετών στο θέμα δεν προκύπτει κανένα περιστατικό τοξικών επιπέδων του ασβεστίου για επίπεδα βιταμίνης D στη φυσική της μορφή (25ΟΗD3) κάτω από 700 ng/dl, όταν τα φυσιολογικά επίπεδα είναι μέχρι 100 ng/dl.
Οι συνιστώμενες ανώτερες ασφαλείς δόσεις, σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ενδοκρινολογική Εταιρεία, χωρίς την παρακολούθηση και μέτρηση των επιπέδων της από γιατρό, είναι οι 10.000 μονάδες ημερησίως για τους ενήλικες και 4.000 μονάδες για παιδιά από 8-18 ετών. Η πρόσληψη δόσεων υψηλότερων των 10.000iu ημερησίως με σκοπό την αποκατάσταση σημαντικής έλλειψης της βιταμίνης D θα πρέπει να γίνεται με την παρακολούθηση γιατρού και την μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα.
Οι παραπάνω δόσεις είναι απολύτως φυσιολογικές και αναμενόμενες εφόσον το ανθρώπινο σώμα μετά από την έκθεση στον ήλιο, το καλοκαίρι, παράγει 10-20.000 μονάδες βιταμίνης D, σε 15 περίπου λεπτά. Δόσεις από 5 -10.000iu ημερησίως, για τους ενήλικες, είναι οι ελάχιστες ώστε να επιτευχθεί ένα ικανό βιολογικό αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τον Robert Heany μάλιστα, καθηγητή ενδοκρινολογίας και πρωτοπόρο στην παγκόσμια έρευνα για την βιταμίνη D, δεν έχει αναφερθεί περίπτωση τοξικότητας στη βιβλιογραφία μέχρι την ημερήσια δόση των 30.000 μονάδων βιταμίνης D ημερησίως και για επίπεδα έως 200 ng/dl στο αίμα για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Νεότερα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η βιταμίνη D είναι ασφαλής σε δόσεις πολύ υψηλότερες από αυτές που θεωρούνταν ασφαλείς στο παρελθόν. Να σημειωθεί όμως ότι η βιταμίνη D θα πρέπει να λαμβάνεται μαζί με βιταμίνη Κ2 και μαγνήσιο που είναι οι βασικοί συμπαράγοντες στην επίτευξη της μέγιστης ευεργετικής της δράσης.
Dr. Δημήτρης Τσουκαλάς, MD
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Universita’ degli Studi di Napoli, Federico II
Πρόεδρος του European Institute of Nutritional Medicine, E.I.Nu.M