Το να είσαι ερωτευμένος είναι μία τόσο έντονη εμπειρία όσο καμία άλλη. Είναι ένα στάδιο κατά το οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται και συμπεριφέρονται εντελώς διαφορετικά από το συνηθισμένο. Ορισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία να το βιώσουν, όμως σε πολλούς από εμάς συμβαίνει τουλάχιστον μία φορά στην ζωή μας. Όσοι έχουν υπάρξει ερωτευμένοι ξέρουν, επίσης, ότι αυτή η έντονη έξαψη δεν διαρκεί για πάντα. Και όταν τα συναισθήματα αυτά σταματήσουν, συχνά παύει και η σχέση. Ωστόσο, πολλά ζευγάρια καταφέρνουν να ξεπεράσουν αυτήν την κάμψη και να διατηρήσουν την σχέση τους.
Οι παλιότεροι συνήθιζαν να στρέφονται στους ποιητές για την διορατικότητά τους στα μυστήρια της αγάπης. Σήμερα ρωτάμε τους ψυχολόγους και τους ερευνητές. Η επιστήμη προσφέρει δύο βασικούς άξονες κατανόησης των ερωτικών σχέσεων: Ο ένας εξετάζει όλα αυτά που διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικές σχέσεις τείνουν να έχουν κοινά. Ο άλλος εξετάζει τις χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν στο μυαλό μας και μας κάνουν να νιώθουμε διάφορα αισθήματα που σχετίζονται με το σεξ και την αγάπη.
Βασιζόμενοι στην επιστήμη, εξετάζουμε ένα προς ένα τα διαφορετικά στάδια μιας ερωτικής σχέσης, από την στιγμή που δύο άνθρωποι θα ερωτευθούν και ανακαλύπτουμε βήμα-βήμα τις πρωτόγνωρες καταστάσεις στις οποίες μας οδηγεί η αγάπη. Ίσως έτσι να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι αυτό που δημιουργεί πεταλούδες στο στομάχι και μας κάνει να δακρύζουμε με την πιο σαχλή ρομαντική κομεντί…
Στάδιο πρώτο: Τρελοί από έρωτα
Ξεκινώντας το 1965, η ψυχολόγος Dorothy Tennov άρχισε να μελετά την κατάσταση του να είναι κανείς ερωτευμένος ως κάτι διαφορετικό από την αγάπη που νιώθουν γενικά οι άνθρωποι για άλλους ανθρώπους. Το 1979 δημοσίευσε ένα βιβλίο, στο οποίο συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία της έρευνάς της, δανειζόμενη μία νέα, επιστημονική ορολογία για την λέξη «ερωτευμένος»: limerence (=δεν υπάρχει ακριβής ελληνική μετάφραση, αλλά ορίζεται ως η ακούσια, νοητική και συναισθηματική κατάσταση της έντονη ερωτικής επιθυμίας για έναν άλλον άνθρωπο). Η Tennov, βασισμένη σε εκατοντάδες συνεντεύξεις από ερωτευμένους, κατέληξε σε μία γενική περιγραφή της κατάστασης αυτής:
– Στην αρχή, ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για το άλλο άτομο
– Αν και το άλλο άτομο ενδιαφέρεται εξίσου, εμείς ενδιαφερόμαστε ακόμα περισσότερο.
– Βιώνουμε ένα ενθουσιώδες αίσθημα λαχτάρας για την προσοχή του ατόμου.
– Ενδιαφερόμαστε μόνο για αυτό το άτομο και για κανένα άλλο
– Το ενδιαφέρον μας μετατρέπεται σε εμμονή: Δε μπορούμε να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε το άτομο αυτό, ακόμα κι αν προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε σε άλλα πράγματα.
– Ονειροβατούμε και φανταζόμαστε συνεχώς το άλλο άτομο.
– Η σχέση, όταν αυτή ξεκινήσει, προκαλεί ευφορία.
– Σκεφτόμαστε τις ερωτικές επαφές με το άτομο.
– Συχνά νιώθουμε ένα αίσθημα πόνου ή τσιμπήματος στο στήθος.
– Αδυνατούμε να προσέξουμε ή να αναγνωρίσουμε ατέλειες στο άτομο αυτό και καμία λογική επιχειρηματολογία δε μπορεί να αλλάξει την θετική μας άποψη.
Στο πρώτο αυτό στάδιο μιας ερωτικής σχέσης είναι η ντοπαμίνη και σεροτονίνη που καθορίζουν τα περίεργα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μας, όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Η ντοπαμίνη είναι ένα χημικό του εγκεφάλου που μας κάνει να νιώθουμε ευφορία. Τα ερωτευμένα άτομα, λένε οι ειδικοί, εμφανίζουν λιγότερη ανάγκη για ύπνο, παραπάνω ενέργεια και μειωμένη όρεξη για φαγητό. Κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν είναι τυχαίο ότι τα ίδια χαρακτηριστικά εμφανίζονται στους χρήστες αμφεταμινών και κοκαΐνης. Οι «αντενδείξεις» της ντοπαμίνης είναι άγχος, νευρικότητα και συναισθηματική αστάθεια. Στις παθιασμένες ερωτικές σχέσεις παρατηρείται ότι τα δυσάρεστα αυτά αισθήματα συχνά μπλέκονται με τα ευχάριστα, δημιουργώντας για τους… πάσχοντες, ακόμα πιο έντονες καταστάσεις.
Το πρώτο στάδιο του έρωτα διαρκεί, σύμφωνα με τους επιστήμονες, από έξι έως δεκαοκτώ μήνες, σπανιότερα έως τρία χρόνια. Σταδιακά, όμως, ελαττώνεται γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να είναι ερωτευμένοι, ίσως με τον ίδιο τρόπο που άλλοι άνθρωποι αναπτύσσουν σιγά-σιγά ανεκτικότητα στις επιπτώσεις των παραισθησιογόνων.
Στάδιο δεύτερο: Αγκαλίτσες και φιλάκια
Υπάρχει, όμως, κάτι που κρατά τους ανθρώπους μαζί όταν τα πρώτα σκιρτήματα παύσουν. Η ψυχολόγος του Πανεπιστημίου του Wisconsin, Denise Bartell, εξηγεί: «Κάποια στιγμή προκύπτει μία διασταύρωση, στην οποία συναντιούνται το πάθος και η οικειότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι μετά από αυτό το σημείο σταματά το πάθος στην σχέση». Οι άνθρωποι, δηλαδή, συνεχίζουν να αγαπούν ο ένας τον άλλον με τον δικό τους τρόπο, και συνεχίζουν να έχουν ερωτικές επαφές.
Οι επιστήμονες λένε ότι στην οικειότητα αυτή, την οποία ονομάζουν “δέσιμο”, παίζουν ρόλο ορισμένες ορμόνες, όπως η οξυτοκίνη και η βασοπρεσίνη, οι οποίες υποστηρίζεται ότι μας δημιουργούν αυτό το αίσθημα τρυφερότητας και ζεστασιάς. Είναι οι ίδιες ορμόνες που δημιουργούν τον ισχυρό δεσμό μεταξύ μητέρας και παιδιού.
Στάδιο τρίτο: Χωρισμός
Αν οι άνθρωποι ήμασταν απλοί οργανισμοί, η ορμονική διαδικασία του δεσίματος -που αναφέραμε παραπάνω- θα έκανε όλες τις σχέσεις να συνεχίζουν αλώβητες όταν ο τρελός έρωτας θα έφθινε. Δεν είμαστε, όμως, απλά όντα και έτσι βλέπουμε πολλά ζευγάρια, τα οποία στην αρχή είναι απόλυτα ερωτευμένα μεταξύ τους, έναν χρόνο μετά χωρίζουν και σύντομα αρχίζουν να βλέπουν άλλους ανθρώπους.
Οι ερωτικές σχέσεις που ξεκινούν με κεραυνοβόλο έρωτα ίσως να είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Και αυτό γιατί είναι αβάσταχτη η απογοήτευση που νιώθουν τα άτομα όταν, μετά το πρώτο στάδιο, συνειδητοποιήσουν πως η… τελειότητα που ερωτεύτηκαν έχει στην πραγματικότητα πολλά ελαττώματα.
Ένας ακόμα λόγος που τελειώνουν οι σχέσεις είναι η λεγόμενη «μοιραία έλξη», κατά την οποία εκείνο που ερωτευτήκαμε σε έναν άνθρωπο είναι αυτό ακριβώς που αργότερα μας απωθεί. Μπορεί, δηλαδή, να σαγηνευτούμε με το χιούμορ ενός ανθρώπου, αλλά το χιούμορ αυτό να μας φαίνεται αργότερα εκνευριστικό. Η’ μπορεί να ερωτευτήκαμε κάποιον για την εμφάνισή του και τελικά να χωρίσαμε γιατί το ίδιο ελκυστικός έδειχνε και στα μάτια άλλων ανθρώπων που τον κέρδισαν. Ένας περιπετειώδες άνθρωπος μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνος, ενώ ένας δοτικός, προστατευτικός εραστής να αποδειχτεί υπερβολικά κτητικός. Άλλες έρευνες έχουν δείξει πως άτομα που ερωτεύονται εραστές με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα έχουν περισσότερες πιθανότητες να χωρίσουν.
Αν η σχέση μετά το δεύτερο στάδιο δεν καταλήξει σε χωρισμό, το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγήσει σε συμβίωση, ίσως και γάμο. Πιο συγκεκριμένα, στοιχεία της αμερικανικής στατιστικής υπηρεσίας δείχνουν πως το 30% των ζευγαριών που συμβιώνουν παντρεύονται μετά από έναν χρόνο και το 70% μετά από πέντε χρόνια. Η πιθανότατα να χωρίσουν δύο σύντροφοι που συγκατοικούν είναι 30% μετά από έναν χρόνο και 49% μετά από πέντε χρόνια.