Ο Βόλος είναι μια πόλη πολυσύνθετη, μια πόλη γεμάτη ενδιαφέρουσες γωνιές, δικαιολογημένα λέγετε το “Παρίσι της Θεσσαλίας”!!!!
Πλούσια ιστορία που φτάνει έως την αρχαία Ιωλκό, στιβαρή βιομηχανική κληρονομιά, μικρά –και μεγαλύτερα– αρχιτεκτονικά διαμάντια, περίπατοι δίπλα στη θάλασσα και, βέβαια, τσίπουρο.
Ο Βόλος απλώνεται από τους πρόποδες του μαγευτικού Πηλίου έως τη θαλασσινή αγκαλιά του Παγασητικού κόλπου. Οδηγώντας στον φιδογυριστό δρόμο του βουνού, καθώς πλησιάζεις προς την πόλη αποκαλύπτονται εικόνες ιδανικές ενός τόπου που μοιάζει να τα συνδυάζει όλα. Μιας πόλης που έχει μέτωπο στη θάλασσα και το βλέπει. Που έχει πεζοδρομήσει την παραλιακή της λεωφόρο (Αργοναυτών) και παράλληλα διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο ποδηλατόδρομων και πάρκων. Το εντυπωσιακό ομοίωμα της Αργούς, στην άκρη του λιμανιού δίπλα στα ιστιοπλοϊκά, μοιάζει να περιμένει ένα νεύμα του Ιάσονα για νέες περιπέτειες. Στην άλλη άκρη δεσπόζει το εμβληματικό γλυπτό της Εθνικής Αντίστασης και το γεφυράκι που περνάει πάνω από τη θάλασσα. Η παραλιακή περατζάδα είναι τόσο μεγάλη όσο χρειάζεται για να σας πλανέψει.
Τέσσερις σπουδαίες πόλεις γέννησε η περιοχή από την αρχαιότητα. Την Ιωλκό –το βορειότερο λίκνο μυκηναϊκού πολιτισμού–, τις Παγασές, την Αρχαία και τη Βυζαντινή Δημητριάδα και τον Βόλο. Η πολεοδομία της Δημητριάδος στηρίχτηκε στο Ιπποδάμειο σύστημα, με τους κάθετους και τους οριζόντιους δρόμους, το οποίο αργότερα υιοθέτησε και η υπό ανέγερση πόλη του Βόλου. Οι βάσεις που τέθηκαν με τον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης από τον μηχανικό Κ. Βλαχόπουλο ήταν το πρώτο σχέδιο θεσσαλικής πόλης που εγκρίθηκε από το ελληνικό κράτος, το 1882: ομοιόμορφα οικοδομικά τετράγωνα, δέσμευση οικοπέδων για εκκλησίες, πλατείες, αγορές, δημιουργία δρόμων για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας και ορισμός της τοποθεσίας για την ανέγερση του σιδηροδρομικού σταθμού στα ανατολικά του κάστρου. Την εικόνα που μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε ο Βόλος απέδωσε εύστοχα ο πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας Βλάσης Γαβριηλίδης ως «Παρίσι της Θεσσαλίας». Η πνευματική και οικονομική άνθηση κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα χάρισε στην πόλη πληθώρα εντυπωσιακών νεοκλασικών κτιρίων, μεγάλο μέρος των οποίων καταστράφηκε μέσα σε τρεις μέρες στους σεισμούς του 1955.
Σήμερα, ο διευρυμένος Δήμος Βόλου αριθμεί περίπου 150.000 κατοίκους, εξακολουθεί να έχει καλή ρυμοτομία και είναι μία από τις πόλεις της ελληνικής επαρχίας που το μέγεθός τους εξασφαλίζει ποιότητα ζωής στους ανθρώπους τους. Είναι αυτό που λέμε «τόσο-όσο». Οι οδοί Ιάσονος, Δημητριάδος και Ερμού μαζί με τους κάθετους δρόμους, πολλοί από τους οποίους έχουν πεζοδρομηθεί (Κονταράτου, Κουμουνδούρου κ.ά.), συγκροτούν την «καρδιά» του ιστορικού κέντρου, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής κίνησης και της νυχτερινής ζωής. Καταλυτικό ρόλο, βέβαια, διαδραματίζουν οι περίπου 8.000 φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που αποτελούν ζωντανό κύτταρο της πόλης.
Όσο ξεμακραίνει κανείς από το πολύβουο κέντρο, αποκαλύπτονται γειτονιές με χαμηλά σπίτια, νεραντζιές και παιδιά να παίζουν στους δρόμους. Κάπου εκεί ορθώνεται μια διώροφη μονοκατοικία με στοιχεία πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής που στεγάζει το Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή, έναν θησαυρό με σπάνιο αρχειακό υλικό, βιβλιοθήκη 2.500 τόμων και πληθώρα έργων σπουδαίων λαϊκών ζωγράφων, μεταξύ των οποίων αυτά του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (25 τον αριθμό), που έζησε στο Πήλιο από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι το 1927.
Κάτι τέτοιοι χώροι αποτελούν τη Μέκκα των σύγχρονων ιστορικών ερευνητών, όπως ο Αλέξανδρος Καπανιάρης, που εδώ και δώδεκα χρόνια ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή, την τεκμηρίωση, την ψηφιοποίηση και την ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος του νομού Μαγνησίας. Μέσα από τις θεματικές εργασίες του έχουν έρθει, μεταξύ άλλων, στο φως η ζωή και το έργο των Πηλιορειτών στην Αίγυπτο, η ιστορία των 100 ετών του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς, η ναυτιλία του Ανατολικού Πηλίου, αλλά και οι περίφημοι «Μάηδες της Μακρινίτσας». Το συγκεκριμένο έθιμο καταγράφηκε οργανωμένα σε μια εξαιρετική έκδοση, που μάλιστα το 2016 βραβεύτηκε από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Το σημαντικό στην περίπτωση του ερευνητή είναι να είναι “ερωτευμένος” με τη δουλειά του, διότι αυτή είναι που τον ταξιδεύει και τον οδηγεί σε νέα, απροσδόκητα μονοπάτια», σημειώνει.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Τελικά η αγάπη είναι η απόλυτη κινητήρια δύναμη – «all you need is love», που έλεγαν και οι Beatles. Κάπως έτσι περισώθηκαν 52 εργοστάσια, όλα τους δείγματα εξαιρετικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που χτίστηκαν περί τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Ευτυχής συγκυρία στάθηκε η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας τη δεκαετία του 1980 με έδρα τον Βόλο και το ενεργό ενδιαφέρον εμπνευσμένων καθηγητών που κατάφεραν να συσπειρώσουν φορείς και πολιτεία κατά της κατεδάφισής τους. Ένας εξ αυτών, ο Βολιώτης Κώστας Αδαμάκης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τονίζει: «Η πόλη του Βόλου θεωρείται πλέον πρωτοπόρος στον ελληνικό χώρο στα θέματα καταγραφής, διάσωσης και αξιοποίησης με νέες χρήσεις των εγκαταλελειμμένων εργοστασίων. Είκοσι πέντε βιομηχανικά κτίρια έχουν αποκατασταθεί –με σημαντική οικονομική συνεισφορά ευρωπαϊκών προγραμμάτων– και συνεισφέρουν στην αναζωογόνηση υποβαθμισμένων περιοχών με μια ποικιλία χρήσεων και λειτουργιών. Το ένδοξο βιομηχανικό παρελθόν είναι το νέο σημείο αναφοράς της πόλης του Βόλου».
Εύκολα το αντιλαμβάνεται κανείς – αρκεί να θαυμάσει στην παραλιακή το εντυπωσιακό κτίριο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που το πάλαι ποτέ στέγαζε τις καπναποθήκες Παπαστράτου. Αν όμως θέλει να μυηθεί στη βιομηχανική ιστορία της πόλης, τότε πρέπει να επισκεφτεί το εξαιρετικό εργοστάσιο πλινθοκεραμοποιίας Ν. και Σ. Τσαλαπάτα που ανήκει πλέον στο δίκτυο μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς. Αφιερώστε του χρόνο, ώστε να ξεναγηθείτε στους απίστευτους χώρους με την προσεγμένη εκθεσιακή παρουσίαση τόσο των τεχνολογικών επιτευγμάτων όσο και των εργασιακών συνθηκών και των εμπορικών δρόμων της εποχής. Ανυπέρβλητη εμπειρία είναι επίσης η περιήγηση στον φούρνο Hoffman με την υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο πορτοκαλί θόλος του. Συνεχίστε κάνοντας οπωσδήποτε μια στάση σε κάποιο από τα μπαρ και εστιατόρια που πλαισιώνουν το προαύλιο του πολυχώρου και, τέλος, ενημερωθείτε για τις εκδηλώσεις που φιλοξενούνται σε τακτά διαστήματα.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ
Οι ίδιοι οι Βολιώτες δεν κρύβουν ωστόσο την απογοήτευσή τους για τη φθίνουσα πορεία που ακολουθεί η σύγχρονη πολιτιστική ταυτότητα της πόλης. «Υπάρχει έκπτωση αξιών και επιπέδου λόγου, καθώς και η παντελής έλλειψη οράματος και δράσης, ιδίως για τα πολιτιστικά θέματα», διαπιστώνει ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος. «Είναι δυνατόν η σημερινή ανθρωπογεωγραφία της πόλης να σε εμπνεύσει; Απλώς σφίγγεις τα δόντια, θυμάσαι το “Επί ασπαλάθων” του Γ. Σεφέρη και προσπαθείς με τον τρόπο σου να κρατήσεις αναμμένη την όποια σπίθα, προσμένοντας καλύτερες μέρες». Στο ίδιο μήκος κύματος συντονίζεται και ο Ανδρέας Κατσιγιάννης, συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της «Εστουδιαντίνας» Νέας Ιωνίας Μαγνησίας: «Αν και ο Βόλος είναι μια πόλη με ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα, τον τελευταίο καιρό περνάει βαθιά αισθητική κρίση. Σε κάθε περίπτωση όμως, παραμένει η πόλη που με γοητεύει, με εμπνέει να γράφω μουσική και με τη δύναμη αυτή να ταξιδεύω σε όλο τον πλανήτη, έχοντάς την στην καρδιά μου».
Πέντε χρόνια είχα να διαβώ το ατελιέ του Βολιώτη ζωγράφου Αστέρη Γκέκα, που με το χαρακτηριστικό του ύφος κατάφερε να καταξιωθεί όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη – άλλωστε εδώ και λίγο καιρό διατηρεί ατελιέ και στο Παρίσι. Η αισιοδοξία που πηγάζει από τα έντονα χρώματα και τις περίτεχνες λεπτομέρειες των έργων του κυλάει και στον λόγο του. «Η τέχνη, καθαρή, άδολη και άμεση, μπορεί να σηκώσει πολλά βάρη, χτίζει κοντά στα θεμέλια της αξιοπρέπειας. Οι ζωγράφοι και άλλοι εικαστικοί προσφέρουν σε όλη τη χώρα –τώρα που το έχει μεγαλύτερη ανάγκη– μια έντονη καλλιτεχνική δημιουργία, ουσιαστική επικοινωνία και έκφραση. Προσφέρουν το αλατοπίπερο στο λιτό πιάτο των ημερών».
Μεσημέριασε πια……
Στα τσιπουράδικα του λιμανιού, στις γειτονιές των Παλιών και της Νέας Ιωνίας, ο κόσμος συσσωρεύεται για να τσουγκρίσει ένα ποτήρι, όπως καθιερώθηκε από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες πριν από έναν αιώνα. Τότε συνόδευαν το τσιπουράκι τους με κάτι λιτό – ήταν η ανάπαυλα από τη δουλειά τους. Σήμερα τα εδέσματα είναι εκλεκτά, όπως και τα αποστάγματα των μαγαζιών, πολλά από τα οποία είναι δικής τους παραγωγής. Ζηλεύω τους αγαπημένους φίλους στον Βόλο γι’ αυτή την καθημερινή τους συνεύρεση. Δεν θέλω να φύγω… Ας πιω ένα ακόμα. Αλλωστε ο καταξιωμένος λαϊκός βάρδος του Βόλου, ο Δημήτρης Τσιαμαντάνης, που γρατσουνάει δίπλα μου το μπουζούκι, τα λέει τόσο ωραία: «Καθένας μας ήταν κανένας στη ζωή των αλλωνών, μα η ζωή των αλλωνών ήταν καθρέφτης ολωνών!».
πηγή: www.kathimerini.gr