Θα μας κουφάνεις, δικέ μου, μ’ αυτά που λες….. Και άλλες φράσεις που μας βοηθούν να μαντέψουμε σε ποια δεκαετία μεγάλωσες.
Τις έχετε –σίγουρα– ακούσει από τους γονείς σας. Και από τους μεγαλύτερους φίλους σας. Κάποιες τις έχετε ξεστομίσει και οι ίδιοι, σκορπίζοντας απλόχερα το γέλιο στην παρέα. Ώρα να συγκεντρώσουμε όλες εκείνες τις ατάκες που με κάποιο μυστηριώδη τρόπο βρίσκουν πού και πού την έξοδο από το χρονοντούλαπο στο οποίο τις έχουμε κλειδώσει, και προδίδουν τα χρόνια μας –και το πόσο καλά περνούσαμε στα 80s και τα 90s.
Μας κούφανες: Συνήθως ακολουθούμενο από το…
…Δικέ μου: Που αργότερα έδωσε τη θέση του στα «ρε κολλητέ», «μεγάλε» και «ξα» (από το ξάδερφε).
Οι γέροι μου: Για όσους μεγάλωσαν στα τιμημένα 80s. Εξίσου συνηθισμένο και στον ενικό, «ο γέρος μου», σπανιότερη παραλλαγή το «η γριά μου». Για όσους γεννήθηκαν την τελευταία δεκαετία, να εξηγήσουμε ότι αναφέρονται αντίστοιχα στους γονείς, τον πατέρα και τη μάνα.
Η/ ο έτσι μου: Επίσης, το αίσθημα, το πρόσωπο, η δικιά μου/ ο δικός μου. Γιατί κάποτε οι εποχές ήταν λίγο πιο αθώες, και το «γκόμενος/α» ακουγόταν ελαφρώς προσβλητικό.
Μου τη δίνει: Από τον Γκρινιάρη στα Στρουμφάκια μέχρι τον Χάρρυ Κλυνν και το Dirty Talking του, χρησιμοποιούταν για να δηλώσει είτε εκνευρισμό («μου τη δίνουν οι Παρασκευές»), είτε ενθουσιασμό –συνήθως μετά ελαφρού σεξουαλικού υπονοούμενου, όπως στη φράση «μου τη δίνει αυτή η γκόμενα».
Μου τη βγήκε: Συνώνυμο και παρεμφερές των «μου την έφερε», «με τάπωσε», «με ρούμπωσε», που χρησιμοποιούνται σε παρόμοιες αλλά διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις.
Τζάμι: Από τις πιο αγαπημένες εκφράσεις των 90s, απαντιόταν συχνά και στις παραλλαγές «τζαμάτο» και «τζαμάουα».
Τα πήρα στο κρανίο: Μοντέρνα εκδοχή του πατροπαράδοτου «μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι». Ήταν κι αυτή στο top-10 των 90s εκφράσεων.
Καλά ε, πώρωση: Δήλωνε μεγαλύτερο ενθουσιασμό από το «τζάμι» και τις παραλλαγές του. Είχε και δικό της υπερθετικό, την οστεοπόρωση. Χρησιμοποιήθηκε ως σλόγκαν και σε διαφήμιση της Pepsi στα τιμημένα 90s.
Έφαγα φλας/ φλασιά: Θυμήθηκα κάτι ξαφνικά, μου ήρθε μια ιδέα ουρανοκατέβατη. Χρησιμοποιούταν κατά βάση προς τα τέλη των 90s και τις αρχές των 00s.
Τσάγια/ τσίου: Ελληνοποιημένες εκδοχές του ιταλικού ciao, χρησιμοποιούνταν ως αποχαιρετισμοί τις ένδοξες δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Τον έστειλε για βρούβες: Αξιολάτρευτα παλιακό όσο και το «πάω για βρούβες», από εκείνα που δεν γίνεται να τα ακούσεις και να μην χαμογελάσεις έστω λίγο.
Μου κάνει νερά: Προήλθε από τις οθόνες που δεν δούλευαν σωστά, και επεκτάθηκε σε ανθρώπους –για παράδειγμα «μου κάνει νερά τώρα τελευταία το γκομενάκι».
Έπαθα κασκαρίκα: Η κασκαρίκα είναι, κατά τον ορισμό του Slang.gr, συνώνυμη με το χουνέρι, αλλά λιγότερο σοβαρή.
Δεν τρέχει τσάι: Για ακόμα μεγαλύτερους σε ηλικία ομιλητές της ελληνικής, «δεν τρέχει κάστανο».